- διπλοσήμαντος
- και διπλόσημος, -η, -ο (Μ διπλοσήμαντος και διπλόσημος, -ον)αυτός που έχει διπλή σημασία, ο δίσημος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διπλοσήμαντος < διπλο-* + σημαίνω < σήμα «σημείο, σημάδι» (πρβλ. ασήμαντος) και διπλόσημος < διπλο-* + -σημος < σήμα (πρβλ. αμφίσημος, άσημος)].
Dictionary of Greek. 2013.